αγριοβότανο

αγριοβότανο
το
άγριο βότανο, κυρίως φαρμακευτικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριοβότανο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίου. * * * και αγριοβοτάνι, το κάθε είδος άγριου βότανου, ιδιαίτερα δε αυτό που χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”